
Αμερικανός μουσικός και ηθοποιός, με σπουδαία καριέρα ως ντράμερ και τραγουδιστής του σπουδαίου ροκ συγκροτήματος The Band.
Ο Χελμ ήταν γνωστός για τη βαθειά εκφραστική φωνή του με κάντρι
αποχρώσεις και το δημιουργικό στυλ στα ντραμς, που χαρακτήρισαν
τραγούδια του συγκροτήματος, όπως τα The Weight, Up on Cripple Creek, Ophelia και The Night They Drove Old Dixie Down.
O Μαρκ Λέιβον «Λίβον» Χελμ (Mark Lavon "Levon" Helm) γεννήθηκε στις 26 Μαΐου
1940 στο Μάρβελ του Αρκάνσας και μεγάλωσε στη Χελένα της ίδιας
πολιτείας. Οι γονείς του ήταν βαμβακοκαλλιεργητές και λάτρεις της
μουσικής. Έτσι, ενθάρρυναν από νωρίς τα παιδιά τους να μάθουν ένα όργανο
και να τραγουδούν. Ο μικρός Λέιβον σε ηλικία οκτώ ετών έπαιζε κιθάρα
και στα εφηβικά του χρόνια έμαθε ντραμς. Μουσικά επηρεάστηκε από το
μπλουζ, την κάντρι και το ριθμ εντ μπλουζ, τα κύρια συστατικά του ροκ
εντ ρολ, ενώ σημαντική επιρροή πάνω του άσκησε ο ντράμερ του Σόνι Μπόι
Γουίλιαμσον, Τζέιμς Κέρτις. Στα 17 του άρχισε να παίζει σε μπαρ και
κλαμπ γύρω από τη Χελένα.Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο βρήκε δουλειά στους Τhe Hawks, το συγκρότημα του Ρόνι Χόκινς, ενός σπουδαίου ονόματος του ροκαμπίλι. Μετακόμισε στο Καναδά, όπου το συγκρότημα ήταν δημοφιλές και ηχογράφησαν κάποια επιτυχημένα σινγκλ. Στις αρχές του 1960 ο Χελμ και ο Χόκινς ενέταξαν στο συγκρότημα μια σπουδαία ομάδα ντόπιων μουσικών, που την αποτελούσαν ο κιθαρίστας Ρόμπι Ρόμπερτσον, ο μπασίστας Ρικ Ντάνκο, ο πιανίστας Ρίτσαρντ Μάνιουελ και τον οργανίστας Γκαρθ Χάτσον.
Το 1963 οι δρόμοι του Χόκινς με την μπάντα χώρισαν. Τα μέλη της άλλαξαν το όνομά τους σε Levon and The Hawks, μετά έγιναν The Canadian Squires και τελικά επανήλθαν στο προγενέστερο όνομά τους όνομα The Hawks. Ηχογράφησαν δύο σινγκλ χωρίς επιτυχία, αλλά παρέμειναν μια δημοφιλής μπάντα στα μπαρ του Τέξας, του Αρκάνσας και του Καναδά.
Στα μέσα της δεκαετίας του '60, όταν ο Μπομπ Ντίλαν προσχώρησε στον ηλεκτρικό ήχο, τους ζήτησαν να γίνουν το συγκρότημά του. Ο Χελμ διαφώνησε και τους εγκατέλειψε για να δουλέψει εργάτης σε πετρελαιοπηγές. Επέστρεψε στο συγκρότημα δύο χρόνια αργότερα. Οι Hawks, που εν τω μεταξύ είχαν αλλάξει στο όνομά τους σε The Band, έδωσαν αρκετές συναυλίες με τον Ντίλαν (έπαιξαν και στο Γούνστοκ) και ηχογράφησαν μαζί του μια σειρά από ηχογραφήσεις, που κυκλοφόρησαν το 1975, υπό τον τίτλο The Basement Tapes, που από πολλούς θεωρούνται το προοίμιο της εναλλακτικής κάντρι μουσικής (alt-country).
Οι The Band κυκλοφόρησαν και τα δικά τους άλμπουμ. Τα δύο πρώτα Music from Big Pink (1968) και The Band (1969) έχουν αναγνωρισθεί ως αντιπροσωπευτικό δείγμα της «ωρίμανσης» του ροκ. Στα τραγούδια τους διαμορφώνουν ένα ιδεαλιστικό πορτρέτο της Αμερικής του χθες. «Η μουσική τους μας έδωσε την αίσθηση ότι η χώρα μας είναι πλουσιότερη απ' ό,τι φανταζόμαστε» έγραψε ο φημισμένος μουσικοκριτικός Γκρέιλ Μάρκους. Ο Χελμ παρέμεινε στο συγκρότημα ως την περίφημη αποχαιρετιστήρια συναυλία The Last Waltz (1976), την οποία κινηματογράφησε ο Μάρτιν Σκορσέζε και αποτελεί έκτοτε ένα από τα κορυφαία ροκ ντοκουμέντα.
Μετά τη διάλυση των The Band, ο Χελμ ακολούθησε σόλο καριέρα. Κυκλοφόρησε τέσσερα άλμπουμ, αλλά το 1983 δήλωσε «παρών» στην επανασύσταση τους. To 1990 συμμετείχε στην επική μουσική παράσταση του Ρότζερ Γουότερς The Wall - Live in Berlin, την οποία παρακολούθησαν πάνω από μισό εκατομμύριο θεατές στο Βερολίνο. Το 1993 κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του This Wheel's on Fire - Levon Helm and the Story of The Band.
Στα τέλη της δεκαετίας του '90 ο Χελμ προσβλήθηκε από καρκίνο του λάρυγγα. Οι γιατροί του συνέστησαν λαρυγγοεκτομή, αλλά αυτός προτίμησε να κάνει μια σειρά από πανάκριβες χημειοθεραπείες και ακτινοθεραπείες, με αποτέλεσμα η δυνατή και εκφραστική τενόρο φωνή να χαθεί. Τα επόμενα επτά χρόνια, με τη βοήθεια σπουδαίων ροκ μουσικών, έδινε συναυλίες για να καλύψει τα έξοδα της θεραπείας του.
Το 2007 επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο, με το άλμπουμ Dirt Farmer, που του χάρισε ένα βραβείο Γκράμι για το καλύτερο φολκ δίσκο. Τον Νοέμβριο του 2008 συμπεριλήφθηκε στη λίστα του περιοδικού Rolling Stone με τους 100 καλύτερους τραγουδιστές όλων των εποχών. Το 2010 κέρδισε ένα ακόμα Γκράμι στην κατηγορία Americana (σύγχρονος όρος για την αμερικάνικη φολκ μουσική και τα συναφή είδη) για τον δίσκο του Electric Dirt (2009), όπως και λάιβ άλμπουμ Ramble at the Ryman (2011).
Ο Λίβον Χελμ διακρίθηκε και ως ηθοποιός, σε ταινίες όπως Η κόρη του ανθρακωρύχου του Μάικλ Άπτεντ (1980), Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα του Τόμι Λι Τζόουνς (2005) και Καταιγίδα στην ομίχλη του Μπερτράν Ταβερνιέ (2009).
Στις 17 Απριλίου 2012 η γυναίκα και η κόρη του ανακοίνωσαν ότι ο Χελμ «βρίσκεται στα τελευταία στάδια της μάχης με το καρκίνο» και ζητούσαν από τους θαυμαστές του να προσευχηθούν για τη ζωή του. Ο Λίβον Χέλμ έφυγε από τη ζωή στις 19 Απριλίου, σε ηλικία 71 ετών. Νοσηλευόταν στο αντικαρκινικό νοσοκομείο της Νέας Υόρκης Memorial Sloan-Kettering Cancer Center, που θεωρείται από τα κορυφαία του κόσμου.
Ο Έλτον Τζον ήταν ένας από τους θαυμαστές του Λίβον Χέλμ. Το 1971 έγραψε το τραγούδι Levon (περιλαμβάνεται στο άλμπουμ του 1971 Madman Across the Water), ενώ ένα από τα ονόματα του γιου του είναι Λίβον (Zachary Jackson Levon Furnish-John).Πηγή.
Douglas Mason/Getty Images πηγή.









Τ
Το
‘‘After Midnight’’ κυκλοφόρησε το 1970 και περιλαμβάνεται στο δίσκο του
Eric Clapton με τίτλο το όνομά του, και ο πρώτος ως σόλο τραγουδιστής,
αν και ήταν σεβαστός ως κιθαρίστας με τα συγκροτήματα που έπαιζε (Cream,
Yardbirds και Blind Faith), όχι όμως για τα φωνητικά του. Το ‘‘After
Midnight’’ ήταν το πρώτο single που βγήκε από το δίσκο και κατάφερε να
φτάσει ως το Νο 18 των Η.Π.Α.
Ο
J.J. Cale καθόρισε μία μοναδική προσέγγιση στη μουσική παραγωγή
αποκτώντας φήμη ως υφολογικός καινοτόμος. Το ‘‘After Midnight’’ το είχε
ηχογραφήσει ως demo όταν μετακόμισε στο Λος Άντζελες στα μέσα της
δεκαετίας του 1960. Το αποτέλεσμα δίχως άλλο ήταν ικανοποιητικό. Αυτό το
ιδιαίτερο τραγούδι τα είχε όλα: δυναμικό φρενιτιώδη ρυθμό, πιασάρικη
μελωδία που παραπέμπει σε Gospel, καλή ερμηνεία κι ένα μικρό, πλην όμως
αποτελεσματικό, κιθαριστικό σόλο. Ο μπλουζίστας John Weldon Cale,
γνωστός ως J.J. Cale είχε υπάρξει μια από τις σημαντικότερες μορφές της
παγκόσμιας μουσικής σκηνής πειραματιζόμενος με πολλούς ρυθμούς και στυλ,
με σκοπό να δημιουργήσει ένα μοναδικό, προσωπικό, χαλαρό ύφος,
ιδιαίτερα αγαπητό στους μουσικούς και στους ροκάδες της δεκαετίας του
'70. Ξεκίνησε να παίζει κιθάρα σε ηλικία 10 ετών και θεωρείται από τους
πρωτοπόρους του Τulsa Sound, ενός υποείδους της ροκ μουσικής, που
συνδυάζει το μπλουζ, το ροκαμπίλι, την κάντρι και την τζαζ. Από τις πιο
γνωστές επιτυχίες εκτός του After Midnight, είναι τα Cocaine, Crying
Eyes, Crazy Mama και Call Me The Breeze κ.α. Κατά τη διάρκεια της ζωής
του έχει συνεργαστεί με την αφρόκρεμα των παγκοσμίων μουσικών όπως τον
Eric Clapton, τον Carlos Santana, τον Mark Knopfler, τον Bryan Ferry,
τον Neil Young και τον Johnny Cash.
Ο
JJ Cale είχε χαμηλό προφίλ, απέφευγε το promotion και γενικά τα
ενοχλητικά παρελκόμενα της showbiz. Ο ίδιος είχε προτιμήσει μια ζωή
ολόκληρη να αποσυρθεί σε ένα βανάκι, να γράφει και περιστασιακά να δίνει
συναυλίες, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ακόμη, ήταν φιλόζωος
και αρκετοί από τους φίλους του τον θυμούνται για αυτή τη μεγάλη αγάπη
του προς τα ζώα στα οποία είχε προσφέρει πολλά. Σημαντικό επίσης
χαρακτηριστικό του JJ Cale είναι η εκτενής προσωπική του δισκογραφία,
που αποτελείται από 16 studio και live album, 8 singles, 2 συμμετοχές σε
δίσκους και 9 συλλογές!
Scripps Green Hospital της πόλης Λα Χόγια της Καλιφόρνιας, σε ηλικία των 73 ετών, έχοντας υποστεί οξεία καρδιακή προσβολή.



























